- παθητικως
- παθητικῶςπᾰθητικῶς1) страдательно, пассивно
(κινεῖσθαι ὑπ΄ ἀλλήλων Plut.)
2) страстно, взволнованно, патетически(λέγειν Arst.)
3) грам. в страдательном залоге
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κινεῖσθαι ὑπ΄ ἀλλήλων Plut.)
(λέγειν Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παθητικῶς — παθητικός capable of emotion adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παθητικός — ή, ό (ΑΜ παθητικός, ή, όν) [παθητός] 1. αυτός που υφίσταται αδιαμαρτύρητα τα αποτελέσματα τών ενεργειών κάποιου άλλου («παθητική στάση») 2. ο γεμάτος πάθος, συγκίνηση ή αυτός που προκαλεί συγκίνηση («παθητική μελωδία») 3. γραμμ. αυτός που δηλώνει … Dictionary of Greek